ἀποσκυθίζω

From LSJ
Revision as of 13:34, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκῠθίζω Medium diacritics: ἀποσκυθίζω Low diacritics: αποσκυθίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: aposkythízō Transliteration B: aposkythizō Transliteration C: aposkythizo Beta Code: a)poskuqi/zw

English (LSJ)

A scalp (as the Scythians did), LXX4 Ma.10.7. 2 metaph. in Pass., to be shaved bare, κρᾶτ' ἀπεσκυθισνένη E.Tr.1026; τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀπεσκυθίσθαι Ath.12.524f.

Spanish (DGE)

(ἀποσκῠθίζω) 1 arrancar la cabellera como los escitas, escalpar como tortura αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον LXX 4Ma.10.7, cf. Hsch.
2 en v. med.-pas. afeitarse la cabeza en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.Tr.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.Il.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.

German (Pape)

[Seite 325] nach Scythen Art die Kopfhaut mit dem Haare abziehen, übh. kahl scheeren, κρᾶτα Eur. Tr. 1026; ἀπεσκυθίσθαι ἡ ἐφ' ὕβρει κουρά Ath. XII, 524 e.

French (Bailly abrégé)

1 scalper comme les Scythes;
2 p. ext. raser la tête.
Étymologie: ἀπό, Σκύθης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκυθίζω: μέλλ. - ίσω, ἀφαιρῶ τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς μετὰ τῶν τριχῶν ὡς ἔπραττον οἱ Σκύθαι, Ἰωσήπ. Μακκ. ι΄, 7, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 64, Ἀθήν. 524ϝ. 2) καταχρηστ. ἐν τῷ παθ., ξυρίζομαι μέχρι τοῦ δέρματος, κρᾶτ’ ἀπεσκυθισμένη Εὐρ. Τρῳ. 1026. - Ὁ Σουΐδ. ἀναφέρει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας: «ἀποσκυθίται, κυρίως μὲν τὸ ἐπιτεμεῖν τὸ κεφάλαιον δέρμα σὺν θριξί, καταχρηστικῶς δὲ τὸ ἀποκεῖραι».

Greek Monolingual

ἀποσκυθίζω (Α) σκυθίζω
1. αφαιρώ το δέρμα της κεφαλής με τις τρίχες, όπως έκαναν οι Σκύθες
2. παθ. κουρεύομαι «εν χρω», γουλί.

Greek Monotonic

ἀποσκῠθίζω: μέλ. -ίσω, ξυρίζω τα μαλλιά από το κεφάλι μου ως το δέρμα όπως συνήθιζαν οι Σκύθες· μεταφ. στην Παθ., ξυρίζομαι μέχρι το δέρμα, απογυμνώνομαι, κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκῠθίζω: на скифский лад сдирать кожу с головы, перен. брить или стричь наголо (κρᾶτ᾽ ἀπεσκυθισμένη Eur.).

Middle Liddell


to strip off the scalp in Scythian fashion: metaph. in Pass. to be shaved bare, κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη Eur.