ἀπότασις

From LSJ
Revision as of 18:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότᾰσις Medium diacritics: ἀπότασις Low diacritics: απότασις Capitals: ΑΠΟΤΑΣΙΣ
Transliteration A: apótasis Transliteration B: apotasis Transliteration C: apotasis Beta Code: a)po/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A lengthening, prolongation, ὅσων ἔστιν ἀ. τῆς φωνῆς, i.e. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Arist.HA545a17. cf. de An.420b8. 2 stretching out, τῆς χειρός Sor.1.101; τῶν ποδῶν Plu.2.670d; τετάνου ἴδιον ἡ ἐς εὐθὺ ἀ. Aret.SA1.6. 3 distension, of the breast, Sor.1.87. 4 reference, ἡ ἀ. πρὸς Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070, cf. A.D.Synt.35.28,al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1extensión, prolongación τῆς φωνῆς Arist.HA 545a17
emisión de voz ἀπότασιν ἔχει Arist.de An.420b8
extensión τῆς δεξιᾶς χειρός Sor.77.11, cf. Aret.SA 1.6.5.
2 distensión del pecho, Sor.65.29.
II referencia ἡ ἀ. πρὸς τὴν Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070P., πρὸς τὸ ὅλον A.D.Synt.35.27, cf. 113.5, 20.

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Ausdehnung, ποδῶν Plut.; Verlängerung.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
allongement.
Étymologie: ἀποτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότᾰσις: εως ἡ
1) вытягивание (ποδῶν Plut.);
2) удлинение, продление (φωνῆς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότᾰσις: -εως, ἡ, παράτασις, ἐπὶ ἤχου, ὅσων ἐστὶν ἀπ. τῆς φωνῆς, ὅ ἐ. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 8, πρβλ. π. Ψυχ. 2. 8, 9. 2) ἐξάπλωμα, τέντωμα, τῶν ποδῶν Πλούτ. 2. 670C· τέτανος ἡ ἐς εὐθὺ ἀπότασις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 3) ὁ σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπει ὁ συγγραφεύς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1070, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 113.

Greek Monolingual

ἀπότασις, η (Α) αποτείνω
1. έκταση, τέντωμα, άπλωμα
2. (για ήχο) παράταση, διάρκεια
3. το να αποτείνεται, να απευθύνει κανείς τον λόγο σε κάποιον
4. ιατρ. διόγκωση.