ἐννῆμαρ

From LSJ
Revision as of 14:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννῆμαρ Medium diacritics: ἐννῆμαρ Low diacritics: εννήμαρ Capitals: ΕΝΝΗΜΑΡ
Transliteration A: ennē̂mar Transliteration B: ennēmar Transliteration C: ennimar Beta Code: e)nnh=mar

English (LSJ)

Ep. Adv. for nine days, Il.1.53, al.

Spanish (DGE)

adv. durante nueve días ἐ. μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο, τῇ δεκάτῃ ... Il.1.53, ἐ. ξείνισσε καὶ ἐννέα βοῦς ἱέρευσεν Il.6.174, ἐ. δ' ἐς τεῖχος ἵει ῥόον Il.12.25, ἐ. δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν Il.24.107, cf. Od.7.253, ἐ. ... πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ Od.10.28
no incluyendo las noches Λητὼ δ' ἐ. τε καὶ ἐννέα νύκτας h.Ap.91, cf. h.Cer.47.

German (Pape)

[Seite 847] adv., neun Tage lang, Il. 1, 53.

French (Bailly abrégé)

adv.
pendant neuf jours.
Étymologie: ἐννέα, ἦμαρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννῆμαρ: Ἐπικ. ἐπίρρ., ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας, Ἰλ. Α. 53, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ ἐννέα ὡς ἱεροῦ ἀριθμοῦ, ἴδε ἐν λ. ἐννέα.

English (Autenrieth)

nine days long.

Greek Monolingual

ἐννήμαρ (Α)
επίρρ. επί εννέα ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ήμαρ «ημέρα», με συναίρεση ή, κατ' άλλους, < ενF ήμαρ < θ. ενF- (βλ. εννέα) + ήμαρ].

Greek Monotonic

ἐννῆμαρ: Επικ. επίρρ., αυτός που διαρκεί επί εννιά μέρες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐννῆμαρ: adv. в течение девяти дней Hom.

Middle Liddell

epic adv. for nine days, Il.