ἐξόμιλος

From LSJ
Revision as of 15:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόμῑλος Medium diacritics: ἐξόμιλος Low diacritics: εξόμιλος Capitals: ΕΞΟΜΙΛΟΣ
Transliteration A: exómilos Transliteration B: exomilos Transliteration C: eksomilos Beta Code: e)co/milos

English (LSJ)

ον, out of one's society, alien, S.Tr.964 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 886] außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans relations avec personne, étranger.
Étymologie: ἐξ, ὅμιλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόμιλος: -ον, ὁ ἔξω ὁμίλου τινός, ἀλλότριος, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε τις βάσις Σοφ. Τρ. 964.

Greek Monolingual

ἐξόμιλος, -ον (Α) όμιλος
αυτός που βρίσκεται μακριά από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη ομάδα.

Greek Monotonic

ἐξόμῑλος: -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόμῑλος: чужой, чуждый, необычный: ξένων ἐ. βάσις Soph. незнакомая поступь чужих людей.

Middle Liddell

ἐξ-όμῑλος, ον
out of one's own society, alien, Soph.