ἐπεισπαίω
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
burst in, ἐς τὴν οἰκίαν Ar.Pl.805; εἰς τὰ συμπόσια Com.Adesp.439: abs., Luc.DMeretr.15.1.
German (Pape)
[Seite 912] (s. παίω), noch dazu, hinterher hineischlagen, -stürzen, Archil. frg. 119; vgl. Ath. I, 7 f u. Suid.; ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν Ar. Plut. 804; Luc. D. Meretr. 15.
French (Bailly abrégé)
tomber sur, fondre sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπαίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπαίω: εἰσορμῶ αἰφνιδίως, εἰσπηδῶ, εἰσέρχομαι, ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν οὐδὲν ἠδικηκόσι Ἀριστοφ. Πλ. 805· Μυκονίων δίκην ἐπεισπέπαικεν εἰς τὰ συμπόσια Κωμικ. Ἀνώνυμ. 366· - ἀπολ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 1.
Greek Monolingual
ἐπεισπαίω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά («ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», Αριστοφ.)
2. προσκρούω, πέφτω επάνω («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισπαίω «προσκρούω»].
Greek Monotonic
ἐπεισπαίω: μέλ. -σω, εισβάλλω, εἰς τὴν οἰκίαν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισπαίω: врываться, вторгаться (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.) ἐπεισπαίσας Luc. ворвавшись.
Middle Liddell
fut. σω
to burst in, εἰς τὴν οἰκίαν Ar.