ἱλάειρα

From LSJ
Revision as of 17:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλάειρᾰ Medium diacritics: ἱλάειρα Low diacritics: ιλάειρα Capitals: ΙΛΑΕΙΡΑ
Transliteration A: hiláeira Transliteration B: hilaeira Transliteration C: ilaeira Beta Code: i(la/eira

English (LSJ)

ἡ, mildly-shining, φλὸξ ἱλάειρα [ῐλᾰ] Emp.85; ἱλάειρα [ῑλᾱ] σελήνη Id.40: as pr. n., Cypr.Fr.8. (Prob. from ἱλαρός.)

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, σελήνη Empedocl. 170 (v.l. λάϊνα), φλόξ 240, mild glänzend, mit ἵλαος zusammenhangend, vgl. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
bienfaisante.
Étymologie: ἵλαος.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάειρα: ῐ, ἡ, ἱλαρῶς φωτίζουσα, φλὸξ Ἐμπεδ. 243· σελήνη ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 920C. (Πιθαν. ἐκ τοῦς ἱλαρός).

Greek Monolingual

ἱλάειρα, ἡ (Α)
αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «ἱλάειρα φλόξ» β. «ἱλάειρα σελήνη», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- (του ρ. ἱλά-σκομαι) + κατάλ. -ειρα κατά τα κτεάτ-ειρα, πί-ειρα. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. φλοξ και σελήνη. Βλ. και λ. ιλάσκομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἱλάειρα: ας (ῐλᾰ, v.l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная (φλόξ, σελήνη Emped.).

Frisk Etymological English

ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως See also: s. ἱλάσκομαι.

Frisk Etymology German

ἱλάειρα: ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως
{hiláeira}
See also: s. ἱλάσκομαι.
Page 1,720