ὑποφήτης
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ου, ὁ, (φημί) suggester, interpreter, expounder, especially of the divine will or judgement, e.g. priest who declares an oracle, Il.16.235; Μουσάων ὑποφῆται, i.e. poets, Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος . . Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.Myst.5.1, Orib.Syn.8.2.1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
interprète de la parole ou de la volonté des dieux, prêtre, devin.
Étymologie: ὑπό, *φήτης, cf. προφήτης.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφήτης: -ου, ὁ, (φημὶ) ὁ ἑρμηνευτὴς ἢ ἐξηγητὴς μάλιστα τοῦ θείου θελήματος, π. χ. ἱερεὺς ἀναγγέλλων τὸν θεῖον χρησμόν, Ἰλ. Π. 235· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. ποιηταί, Λατιν. vates, Θεόκρ. 16. 29· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 17. 115., 22. 116, πρβλ. προφήτης. Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποφῆται, ἱερεῖς, προφῆται, χρησμολόγοι», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι», πρβλ. καὶ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
English (Autenrieth)
(φημί): declarer, interpreter of the divine will, pl., Il. 16.235†.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής της θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές (θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προ-φήτης].
Greek Monotonic
ὑποφήτης: -ου, ὁ (φημί), εξηγητής, ερμηνευτής, ιερέας που αναγγέλλει έναν θείο χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφήτης: ου ὁ истолкователь воли богов, прорицатель Hom.: Μουσάων ὑποφῆται Theocr. жрецы Муз, т. е. поэты.
Middle Liddell
ὑπο-φήτης, ου, ὁ, φημί
a suggester, interpreter, a priest who declares an oracle, Il.; Μουσάων ὑποφῆται, i. e. poets, Theocr.