πρόσουρος

From LSJ
Revision as of 21:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσουρος Medium diacritics: πρόσουρος Low diacritics: πρόσουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prósouros Transliteration B: prosouros Transliteration C: prosouros Beta Code: pro/souros

English (LSJ)

v. πρόσορος.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = πρόσορος erklärt. – 2) ion. = πρόσορος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. πρόσορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.

Russian (Dvoretsky)

πρόσουρος: ион. = πρόσορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. πρόσορος.

Greek Monotonic

πρόσουρος: -ον, Ιων. αντί πρόσορος, εφαπτόμενος, γειτονικός, τῇ Ἀραβίῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., τὰ πρόσορα, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, όπου δεν είχε κανένα γείτονα παρά μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην απομόνωση.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ πρόσορος (πρβλ. προσόμουρος), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 (ἔνθα ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν πρόσουρος, ἔνθα οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν ἑαυτοῦ, δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω μόνος ἑαυτῷ γείτων καὶ ὅμορος· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe διόρθωσις (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, ἔνθα ἦτο κατάμονος μὴ ἔχων γειτονικὸν βάδισμα, δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται ἀρκούντως ἐπιτυχής, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πρόσ-ουρος, ον, [ionic for πρόσορος
adjoining, bordering on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the neighbouring parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος where he had no neighbour but himself, i. e. lived in solitude, Soph.