προνοώ

From LSJ
Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

προνοῶ, -έω, ΝΜΑ νοῶ
δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῦσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω (α. «θεῑος νοῦς νοεῑ μὲν ὡς νοῦς, προνοεῑ δὲ ὡς θεός», Πρόκλ.
β. «δόλον δ' οὔτι προνόησαν», Ομ. Ιλ.)
2. χορηγώ, παρέχω («Ἰησοῦς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)
αρχ.
1. προσχεδιάζω, μελετώ εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», Ξεν.)
2. είμαι προνοητικός, παίρνω τα αναγκαία μέτρα για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», Ευρ.)
3. μέσ. προνοοῦμαι
α) προβλέπω («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῖσθαι ὑπὲρ τῶν μελλόντων», Ξεν.)
β) φροντίζω, μεριμνώ από πριν («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», Θουκ.)
γ) εποπτεύω, επιβλέπω («προνοεῖσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», επιγρ.).