σπυρίδα
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
η / σπυρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α
πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ
β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ.
γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν εἰς τὴν λίμνην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ειδικά φτειαγμένο καλάθι για τη μεταφορά χρημάτων
2. φρ. «ἀπὸ σπυρίδος δεῖπνον» — δείπνο στο οποίο καθένας φέρνει το φαγητό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπυρ-ίς με επίθημα -ίς, -ίδος, δηλωτικό οργάνων (πρβλ. γραφ-ίς, σκαφ-ίς), εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -υρ- (πρβλ. σπύραθος, αγυρις) ΙΕ ρίζας sper- «πλέκω» (από όπου και τα σπείρα, σπάρτον). Ο τ. σφυρίς, με δασύ εκφραστικό σύμφωνο είναι δευτερογενής (πρβλ. σπόγγος: σφόγγος). Από τους τ. σπυρίς / σφυρίς έχει προέλθει στη Νέα Ελληνική το όνομα του ψαριού σφυρίδα].