ρυμός
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
ο / ῥυμός, ΝΜΑ
1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι
2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του
νεοελλ.
στρ. σιδερένια δοκός, από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού
αρχ.
1. ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει τήν άμαξα
2. κορμός δέντρου κατάλληλος για κάψιμο, το κούτσουρο
3. η τροχιά διάττοντα αστέρα
4. πιθ. στοίχος, σειρά
5. (κατά το λεξ. Σούδα) (στους Ροδίους) βάρος
6. συνεκδ. ζύγισμα
7. τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου
8. (κατά τον Ησύχ.) «τάξις ἢ έμμέλεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μός (πρβλ. θυ-μός, χυ-μός)].