πανούργημα

From LSJ
Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνούργημα Medium diacritics: πανούργημα Low diacritics: πανούργημα Capitals: ΠΑΝΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: panoúrgēma Transliteration B: panourgēma Transliteration C: panoyrgima Beta Code: panou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, knavish trick, villainy, S.El.1387 (lyr.), LXX Si.1.6 (v.l.); sophistry, Gal.5.251; cf. πανούργευμα.

German (Pape)

[Seite 461] τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de fourberie ou de méchanceté.
Étymologie: πανουργέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνούργημα: ατος τό коварный поступок, коварство Soph.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνούργημα: τό, πανοῦργον ἔργον, τέχνασμα, ἀπάτη, Σοφ. Ἡλ. 1387.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πανουργώ
πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)
αρχ.
σόφισμα, σοφιστεία.

Greek Monotonic

πᾰνούργημα: -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.

Middle Liddell

πᾰνούργημα, ατος, τό,
a knavish trick, villany, Soph.