ἔτασις
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐτάζω) trial, affliction, LXXJb.10.17.
German (Pape)
[Seite 1047] ἡ, = ἐξέτασις, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτᾰσις: -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, (ἐτάζω) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων ἐξέτασις, -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = ἐξεταστέον, Τζέτζ.: ἐταστὴς = ἐξεταστής, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = ἐξεταστικός, Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· ἐξέτασις. ἢ ὁ ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».
Greek Monolingual
ἔτασις, ἡ (ΑΜ) ετάζω
1. εξέταση, έλεγχος («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)
2. δοκιμασία, ταλαιπωρία
3. η θεία κρίση («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»).