ἱπποπρόσωπος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ον, horse-faced, epithet of the Moon-goddess, PMag.Par.1.2549; of a fabulous tribe, Peripl.M.Rubr.62.
Spanish
Greek Monolingual
ἱπποπρόσωπος, -ον (Α)
πάπ. (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική φυλή) αυτός που έχει μορφή ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσ-ωπον), πρβλ. ιερακοπρόσωπος, ορνιθοπρόσωπος.