δύσμουσος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ον, = ἄμουσος, unmusical, αὐλός AP9.216 (Honestus).
Spanish (DGE)
-ον discordante, αὐλός AP 9.216 (Honest.).
German (Pape)
[Seite 684] αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non chéri des Muses, inculte.
Étymologie: δυσ-, μοῦσα.
Russian (Dvoretsky)
δύσμουσος: нелюбимый музами (αὐλός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσμουσος: -ον, = ἄμουσος, οὐχὶ μουσικός, ἀλλότριος τῶν Μουσῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 9. 216.
Greek Monolingual
δύσμουσος, -ον (Α)
κακότεχνος, ακαλαίσθητος.
Greek Monotonic
δύσμουσος: -ον (μοῦσα), = ἄμουσος, μη μουσικός, αυτός που δεν έχει σχέση με τη μουσική, σε Ανθ.