μύττω
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
Att. for μύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
μύττω: Ἀττ. ἀντὶ μύσσω, ἴδε μύσσομαι.
Greek Monolingual
μύττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. μύσσομαι.
Mantoulidis Etymological
ἤ μύσσω -μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα). Ἀπό ρίζα μυκ-. Θέμα μυκ+j+ω = μύσσω καί μύσσομαι.
Παράγωγα: μυκτήρ (=μύτη), ἀπομυκτέον, μύξα, μυξώδης, μύτις (=μύτη).