Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λήρημα

From LSJ
Revision as of 13:48, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήρημα Medium diacritics: λήρημα Low diacritics: λήρημα Capitals: ΛΗΡΗΜΑ
Transliteration A: lḗrēma Transliteration B: lērēma Transliteration C: lirima Beta Code: lh/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.

Russian (Dvoretsky)

λήρημα: ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat.

Greek (Liddell-Scott)

λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λήρημα, ατος, τό, [from ληρέω
silly talk, nonsense, Plat.