ὑψίπους

From LSJ
Revision as of 22:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπους Medium diacritics: ὑψίπους Low diacritics: υψίπους Capitals: ΥΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: hypsípous Transliteration B: hypsipous Transliteration C: ypsipous Beta Code: u(yi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί-πους)].

Greek Monotonic

ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πους,
high-footed, i. e. high-reared, lofty, Soph.