συνθλάω

From LSJ
Revision as of 00:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθλάω Medium diacritics: συνθλάω Low diacritics: συνθλάω Capitals: ΣΥΝΘΛΑΩ
Transliteration A: synthláō Transliteration B: synthlaō Transliteration C: synthlao Beta Code: sunqla/w

English (LSJ)

crush together, Eratosth.Cat.11, D.S.2.57, Arr.An.6.29.9:—Pass., [ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270, cf. IG22.1544.21; συνεθλάσθη τὴν κεφαλήν Aen.Gaz. Thphr. p.32 B.; βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Man.5.201: abs., to be crushed, Arist.Pr.863b13, Ev.Matt.21.44, Gp.9.29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
briser ou broyer ensemble.
Étymologie: σύν, θλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θλάω geheel verbrijzelen.

Russian (Dvoretsky)

συνθλάω: разбивать (τὸ πρόσωπον καὶ τὴν κεφαλήν Plut.; ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον συνθλασθήσεται NT).

Greek (Liddell-Scott)

συνθλάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], ὁμοῦ θλῶ, συντρίβω, Ἐρατοσθ. Καταστερ. 11, Διόδ. 1. 57 ― Παθ., ποτήριον ὦτα συντεθλασμένον Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 12· βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Μανέθων 5. 201· ἀπολ., συντρίβομαι, κατατρίβομαι, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38 (κατὰ τὸν Prantl. ἀντὶ συντεθῇ), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44.

English (Strong)

from σύν and thlao (to crush); to dash together, i.e. shatter: break.

English (Thayer)

σύνθλω: 1future passive συνθλασθήσομαι; to break to pieces, shatter (Vulg. confringo, conquasso): T omits; L Tr marginal reading WH brackets the verse); Sept.; (Manetho, Alex. quoted in Athen, Eratosthenes, Aristotle (v. 1.)), Diodorus, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

συνθλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], συνθλίβω, συντρίβω μαζί — Παθ., έχω καταθρυμματιστεί σε κομμάτια, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. άσω
to crush together:—Pass. to be broken in pieces, NTest.

Chinese

原文音譯:sunql£w 尋-特拉哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-破碎
字義溯源:一同撞破,跌碎,使粉碎;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(θιγγάνω)Z*=壓破)組成。參讀 (θραύω / θραυματίζω)同義字
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 必要跌碎(1) 路20:18;
2) 將要跌碎(1) 太21:44