ἐκπρορέω

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρορέω Medium diacritics: ἐκπρορέω Low diacritics: εκπρορέω Capitals: ΕΚΠΡΟΡΕΩ
Transliteration A: ekproréō Transliteration B: ekproreō Transliteration C: ekproreo Beta Code: e)kprore/w

English (LSJ)

flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).

Spanish (DGE)

fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.

Greek Monolingual

ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.

Greek Monotonic

ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to flow forth from, Anth.