ἁπαλότης
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
ητος, ἡ, softness, tenderness, Hp.VM22, Pl.Smp.195d, X.Mem.2.1.22; δι' ἁπαλότητα Arist.Pol.1336a10.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I 1blandura del hígado, Hp.VM 22, πολυσαρκία καὶ ἁ. de una mujer, X.Mem.2.1.22, de los miembros del cuerpo, Arist.Pol.1336a10, Aristaenet.1.1.41.
2 suavidad θεοῦ de Eros, Pl.Smp.195d.
3 fig. debilidad moral, PPalau Rib.inv.re.20 (IV d.C.) en St.Pap.1973.28.
II brote, yema de plantas, LXX Ez.17.4, 9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse, délicatesse.
Étymologie: ἁπαλός.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλότης: ητος ἡ
1) нежность, мягкость Xen., Plat.;
2) изнеженность Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλότης: -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) μαλακότης, τρυφερότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2.
Greek Monotonic
ἁπᾰλότης: -ητος, ἡ, μειλιχιότητα, μαλακή αίσθηση, τρυφερότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
[from ἁπαλός
softness, tenderness, Xen., etc.