τριψημερέω

From LSJ
Revision as of 22:37, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριψημερέω Medium diacritics: τριψημερέω Low diacritics: τριψημερέω Capitals: ΤΡΙΨΗΜΕΡΕΩ
Transliteration A: tripsēmeréō Transliteration B: tripsēmereō Transliteration C: tripsimereo Beta Code: triyhmere/w

English (LSJ)

waste the day, Ar.V.849.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ses journées ou son temps.
Étymologie: τρίβω, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριψημερέω [τρίβω, ἡμέρα] de dag doorbrengen.

Russian (Dvoretsky)

τριψημερέω: τρίβω попусту терять время Arph.

Greek Monotonic

τριψημερέω: (τρῖψαι, ἡμέρα), χάνω την ημέρα μου, χασομερώ, Λατ. terere tempus, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τριψημερέω: (τρίβω) κατατρίβω μάτην τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.

Middle Liddell

τριψ-ημερέω, τρῖψαι, ἡμέρα
to waste the day, Lat. terere tempus, Ar.