ὑψιπέτηλος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, Ion. and Ep. for ὑψιπέτᾰλος, used like ὑψίκομος, of trees, Il.13.437, Od.4.458, 11.588.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux hautes feuilles.
Étymologie: ὕψι, πέταλον.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιπέτηλος: высоколиственный (δένδρεον Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπέτηλος: -ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑψῐ-πέταλος, ἐν χρήσει ὡς τὸ ὑψίκομος, ἐπὶ δένδρων, Ἰλ. Ν. 437, Ὀδ. Δ. 458, Λ. 588.
English (Autenrieth)
(πέταλον): with lofty leaves or foliage.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ὑψιπέταλος.
Greek Monotonic
ὑψῐπέτηλος: -ον, Επικ. αντί ὑψιπέτᾰλος, αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ὑψῐ-πέτηλος, ον, [epic for ὑψιπέτᾰλος]
with high foliage, towering, Hom.