αἱματόρρυτος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον, blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω in een bloedstroom vloeiend:. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.
Greek Monotonic
αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.