αἱματόρρυτος

From LSJ
Revision as of 11:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόρρῠτος Medium diacritics: αἱματόρρυτος Low diacritics: αιματόρρυτος Capitals: ΑΙΜΑΤΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: haimatórrytos Transliteration B: haimatorrytos Transliteration C: aimatorrytos Beta Code: ai(mato/rrutos

English (LSJ)

ον, blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω in een bloedstroom vloeiend:. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.

Middle Liddell

[ῥέω]
blood-streaming, αἱμ. ῥανίδες a shower of blood, Eur.