περιψυγμός
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ὁ, cold, chill, Pl.Ax.366d; excessive cold, as a cause of injury, Cat.Cod.Astr.8(4).188 (pl.).
German (Pape)
[Seite 601] ὁ, = περίψυξις, Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.
Russian (Dvoretsky)
περιψυγμός: ὁ охлаждение, холод Plat.
Greek (Liddell-Scott)
περιψυγμός: ὁ, = περίψυξις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιψύχω
1. η περίψυξη, η αίσθηση της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια
2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες.