ἐμμετρία

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμετρία Medium diacritics: ἐμμετρία Low diacritics: εμμετρία Capitals: ΕΜΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: emmetría Transliteration B: emmetria Transliteration C: emmetria Beta Code: e)mmetri/a

English (LSJ)

ἡ, fit measure, opp. ἀμετρία, Pl.R.486d, Phlb.52c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
moderación, mesura Pl.Phlb.52c, R.486d
ret. proporción τῶν περιόδων D.H.Comp.26.1.

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, das Ebenmaaß, Plat. Phileb. 52 c; Ggstz von ἀμετρία, Rep. VI, 486 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
proportion, juste mesure.
Étymologie: ἔμμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμετρία:размеренность, соразмерность Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμετρία: ἡ, προσῆκον μέτρον, ἀναλογία, Πλάτ. Πολ. 486D, Φιλ. 52C.

Greek Monolingual

ἐμμετρία, η (Α)
συμμετρία, αναλογία.

Greek Monotonic

ἐμμετρία: ἡ, αρμόζον ή κατάλληλο μέτρο, αναλογία, συμμετρία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐμμετρία, ἡ,
fit measure, proportion, Plat. [from ἔμμετρος