Πλούτων

From LSJ
Revision as of 12:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πλούτων Medium diacritics: Πλούτων Low diacritics: Πλούτων Capitals: ΠΛΟΥΤΩΝ
Transliteration A: Ploútōn Transliteration B: Ploutōn Transliteration C: Ployton Beta Code: *plou/twn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Pluto, god of the nether world, first in Trag., as A.Pr.806, S.Ant.1200, E.Alc.360, HF808 (lyr.): acc. to Plato (from πλοῦτος) the wealth-giver, a name of Hades, ὅτι ἐκ τῆς γῆς ἀνίεται [ὁ πλοῦτος], Cra.403a, cf. πλουτοδότης; identified with Plutus, and considered as the god of riches, cf. S.Fr.273, Ar.Pl.727:—hence Πλουτώνιος, α, ον, Plutonian, of Pluto or belonging to Pluto.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Pluton :
1 fils de Cronos et de Rhéa, dieu des enfers;
2 fl. à l'O de la terre.
Étymologie: πλοῦτος, litt. le recéleur de trésors enfouis.

Russian (Dvoretsky)

Πλούτων: ωνος ὁ Плутон
1) = Ἃιδης, сын Крона и Реи, брат Зевса и Посидона, муж Персефоны, бог подземного царства, иногда смешиваемый с богом богатства Плутосом Soph., Eur., Arph.;
2) не известная нам река на дальнем западе Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

Πλούτων: -ωνος, ὁ, θεὸς τοῦ κάτω κόσμου, πρῶτον παρὰ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 806, Σοφ. Ἀντ. 1200, Εὐρ. Ἄλκ. 360, 360, Ἡρ. Μαιν. 808· ― κατὰ τὸν Πλάτωνα (ἐκ τοῦ πλοῦτος) ὁ τὸν πλοῦτον παρέχων, ὄνομα τοῦ Ἅιδου, ὅτι ἐκ τῆς γῆς ἀνίεται [ὁ πλοῦτος], Κρατ. 403Α, πρβλ. πλουτοδότης· φαίνεται ὡσαύτως ὅτι μυθική τις σχέσις αὐτοῦ μετὰ τῆς Δήμητρος διὰ τῆς συζύγου αὐτοῦ Περσεφόνης· ἐντεῦθεν δὲ ὁ Πλούτων ἐθεωρήθη ὁ αὐτὸς καὶ Πλοῦτος, ὡς ὁ θεὸς δηλ. τοῦ πλούτου, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 259, Ἀριστοφ. Πλ. 727. ― Ἐπίθ. Πλουτώνιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Πλούτωνα· ― Πλουτώνιον, τό, τόπος ἔνθα ὑπάρχουσι πνιγηραὶ καὶ νοσηραὶ ἀναθυμιάσεις τοῦ ἐδάφους ἐξερχόμεναι, οἷον τὸ ἄντρον τοῦ κυνός, Grotta del Cane παρὰ τὴν Νεάπολιν· τοιοῦτοι τόποι ἐθεωροῦντο ὡς εἴσοδος εἰς τὸν κάτω κόσμον (πρβλ. Χαρώνειος), Στράβ. 244. 629· ἀλλὰ Πλουτώνειον, ναὸς τοῦ Πλούτωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104· ― θηλ. ἐπίθ. Πλουτωνίς, ίδος, ἡ Περσεφόνη, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. περὶ Θαυμασ. 10.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, ΝΜΑ, και Πλούτωνας Ν
μυθ. προσωνυμία του θεού του Άδη
νεοελλ.
αστρον. ο ένατος και πιο απομακρυσμένος από τους γνωστούς πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πλοῦτος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. Χάρ-ων)].

Greek Monotonic

Πλούτων: -ονος, ὁ,
I. ο Πλούτωνας, ο θεός του Κάτω Κόσμου, σε Τραγ. (πιθ. από το πλοῦτος), αυτός που δίνει τον πλούτο, σύζυγος της Δήμητρας, που προσέφερε στους ανθρώπους τους καρπούς της γης.

Middle Liddell

Πλούτων, ωνος, ὁ,
Pluto, god of the nether world, Trag.: (prob. from πλοῦτοσ) the wealth-giver, as spouse of Demeter, who enriched men with the fruits of the earth.