βαρύφθογγος

From LSJ
Revision as of 20:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠφθογγος Medium diacritics: βαρύφθογγος Low diacritics: βαρύφθογγος Capitals: ΒΑΡΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: barýphthongos Transliteration B: baryphthongos Transliteration C: varyfthoggos Beta Code: baru/fqoggos

English (LSJ)

ον, loud-roaring, λέων h.Ven.159, B.8.9; deep-lowing, of cows, Arist.GA787a33; β. νευρά loud-twanging bowstring, Pi.I.6(5).34; deep-toned, αὐλοί AP6.51.

Spanish (DGE)

(βᾰρύφθογγος) -ον
de grave rugido λέων h.Ven.59, B.9.9
de grave mugido αἱ βόες Arist.GA 787a33
de sonido grave Gal.19.141
de grave resonancia del arco de Heracles νευρά Pi.I.6.34, αὐλοί AP 6.51.

German (Pape)

[Seite 435] stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit un bruit sourd, qui gronde sourdement ; retentissant.
Étymologie: βαρύς, φθέγγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύφθογγος -ον βαρύς, φθόγγος diep, zwaar, laag klinkend.

Russian (Dvoretsky)

βαρύφθογγος:
1) глухо рычащий (λέων HH) или мычащий (βόες Arst.);
2) низко звучащий, низкого тона (νευρά Pind.; αὐλοί Anth.).

English (Slater)

βᾰρύφθογγος, -ον
1 with deep voice σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34)

Greek Monolingual

βαρύφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο
2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» — με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους.

Greek Monotonic

βᾰρύφθογγος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, που βρυχάται ηχηρά, σε Ομηρ. Ύμν.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύφθογγος: ον,ὁ μεγάλως ἠχῶν,ἠχηρῶς βρυχώμενος, λέων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 160· βόες Ἀριστ.π. Ζ.Γ.5.7,13·β. νευρά, ἡ μεγάλως,ἰσχυρῶς κλάζουσα, κλαγγὴν ἐκφέρουσα, Πίνδ. Ι.6(5) .50.

Middle Liddell


loud-sounding, roaring, Hhymn.