εὐηνορία
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
Dor. εὐανορία, ἡ, (εὐήνωρ) manliness, E.HF407 (lyr.): pl., Pi.O.5.20.
German (Pape)
[Seite 1067] ἡ, Mannhaftigkeit, Eur. Herc. Für. 406, in dor. Form, wie Pind. Ol. 5, 20, im plur.
Russian (Dvoretsky)
εὐηνορία: дор. εὐᾱνορία ἡ
1) мужская доблесть, мужество Eur.;
2) pl. обилие мужественных людей Pind.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηνορία: ἡ, (εὐήνωρ) ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἀρετή, ἀνδρεία, γενναιότης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 407· οὕτως ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 5. 21, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) ευήνωρ
η ανδρεία, η γενναιότητα.
Greek Monotonic
εὐηνορία: ἡ, γενναιότητα, ανδρεία, σε Ευρ.