εὐωδία
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Ion. εὐωδίη, ἡ, sweet smell, Hdt.4.75, X.Smp.2.3, etc.; especially of sacrifices, ὀσμὴ -ίας LXX Ge.8.21: metaph. in Ep.Eph.5.2: in plural, Pl.Ti. 65a: in plural, also, fragrant substances, D.S.1.84.
German (Pape)
[Seite 1111] ἡ, der Wohlgeruch, Plat. Tim. 65 a im, plur.; Xen. Conv. 2, 3 u. Folgde. Im plur. auch = Räucherwerk, D. Sic. 1, 84.
French (Bailly abrégé)
ας, ion. -ίη, ης (ἡ) :
bonne odeur.
Étymologie: εὐώδης.
Russian (Dvoretsky)
εὐωδία: ион. εὐωδίη ἡ
1) благоухание, аромат (ἑστιᾶσθαι εὐωδίᾳ Xen.; ἡδοναὶ ἀπὸ εὐωδίας Arst.; εὐ. κατεῖχεν τι Plut.);
2) ароматическое вещество, благовоние (εὐωδίας θυμιᾶν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐωδία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡδεῖα ὀσμή, Ἡρόδ. 4. 75. Ξεν. Συμπ. 2. 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τιμ. 65Α· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, εὐώδεις οὐσίαι, Διόδ. 1. 84.
English (Strong)
from a compound of εὖ and a derivative of ὄζω; good-scentedness, i.e. fragrance: sweet savour (smell, -smelling).
Greek Monolingual
και ευωδιά, η (ΑΜ εὐωδία, Α και ιων. τ. εὐωδίη) ευώδης
ευχάριστη οσμή, ευοσμία, άρωμα, μυρωδιά
μσν.
(για θεϊκή προσφορά) ευλογία, χάρη.
Greek Monotonic
εὐωδία: Ιων. -ίη, ἡ, γλυκιά μυρωδιά, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
εὐωδία, ἡ, [from εὐώδης
a sweet smell, Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:eÙwd⋯a 由-哦笛阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:好-氣味 相當於: (נִיחֹחַ)
字義溯源:馨香之氣,芳香,香,香氣,馨香;由(εὖ / εὖγε)=好)與(ὄζω)*=聞出氣味)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)。首要的,基督為我們捨了自己,當作馨香的祭,獻上給神( 弗5:2)。其次,我們因認識基督成了馨香之氣,而獻上給神( 林後2:15)。再者,腓立比信徒對保羅的餽送,乃是馨香之氣,是為神所喜悅,所收納的祭物( 腓4:18)
出現次數:總共(3);林後(1);弗(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 馨香之(2) 弗5:2; 腓4:18;
2) 馨香之氣(1) 林後2:15