ἀνέμβατος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ον, A inaccessible, Eratosth.Fr.16.14, D.H.1.3; ἀ. δρυμῶνα Babr.45.11; of a river, σκαφέεσσιν ἀ. AP9.641 (Agath.): metaph., ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων ἀ. Ocell.1.15; βελέεσσιν ἀ. AP5.233.3 (Paul. Sil.). 2 not to be trodden, of a spot struck by a thunderbolt. Plu. Pyrrh.29. 3 Act., not going to or visiting, AP9.287 (Apollonid.).
Spanish (DGE)
(ἀνέμβᾰτος) -ον
I 1que no puede ser pisado por motivos religiosos ἄλσος Plu.2.300d, en gener. γῆ D.H.1.3, cf. Eratosth.16.14, de un lugar tocado por el rayo, Plu.Pyrrh.29
•infranqueable de un río σκαφέεσσιν ἀ. AP 9.641 (Agath.)
•inaccesible δρυμών Babr.45.11
•inalcanzable ἀήρ, οὔρεα, πόντος ἀνέμβατος· ἔνδοθι γαίης κρύπτομαι Nonn.D.2.140, βελέεσσιν ἀ. ... Ἐρώτων AP 5.234 (Paul.Sil.).
II que no ha pisado de un águila ἐγὼ Ῥοδίοισιν ἀνέμβατος ἱερὸς ὄρνις yo, un ave sagrada, que jamás holló Rodas, e.d., desconocida para los rodios, AP 9.287 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 222] unzugänglich, γῆ D. Hal. 1, 3; von heiligen Oertern, Plut. Pyrrh. 29; ἔπαλξις Agath. 8 (V, 294); Λακεδαίμων ad. 452 (VII, 723); σκαφέεσσι ποταμοί, nicht fahrbar, Agath. 56 (IX, 641); ἄτραπος ἄλλοις ἀν. Ant. Th. 24 (VII, 409). Auch akt., nicht hinzugehend, Ῥοδίοισιν ἀν. ὄρνις Apollnds. 14 (IX, 287).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, ἐμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέμβᾰτος:
1) недоступный, неприступный (χωρία, θάλαττα Plut.; δρυμών Babr.; ἔπαλξις Anth.): σκαφέεσσι ἀ. ποταμός Anth. несудоходная река; βελέεσσιν ἀ. τινος Anth. неуязвимый для чьих-л. стрел;
2) не имеющий доступа: πρὶν Ῥοδίοισιν ἀ. Anth. прежде не бывавший у родосцев.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμβατος: -ον, ὁ μὴ ἐμβατός, ἄβατος, Διον. Ἁλ. Ρωμ. Ἀρχ. 1. 3, Πλουτ. Πύρρ. 29· ἀν. δρυμῶνα Βαβρ. 45. 11· ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ μὴ πλωτός, σκαφέεσσιν ἀν. Ἀνθ. Π. 9. 641: μεταφ. ἄτρωτος, βελέεσσιν ἀν. αὐτόθι 5. 234. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἴς τινα, μὴ ἐπισκεπτόμενος αὐτόν, ὁ πρὶν ἐγὼ Ροδίοισιν ἀνέμβατος ἱερὸς ὄρνις αὐτόθι 9. 287.
Greek Monolingual
ἀνέμβατος, -ον (AM)
απλησίαστος, ακατανόητος (αποδίδεται στη φύση του Θεού)
αρχ.
1. απάτητος, αυτός στον οποίο δεν έχει πατήσει άνθρωπος
2. εκείνος στον οποίο δεν επιτρέπεται να πατήσει κανείς, άβατος
3. όποιος δεν πηγαίνει σε κάποιο χώρο.
Greek Monotonic
ἀνέμβᾰτος: -ον (ἐμβαίνω),
1. άβατος, μη προσβάσιμος, σε Βάβρ., Πλούτ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν μεταβαίνει ή δεν επισκέπτεται, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐμβαίνω
1. inaccessible, Babr., Plut.
2. act. not going to or visiting, Anth.