ὑπόμακρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, longish, ῥάβδος Ar.Pax1243; πρόσωπον Arist. Phgn.807b26, cf. Alex.333; ἔντασις Hp.Prorrh.1.144; φλεγμονή Gal.16.808: cf. ἐπίμακρος.
German (Pape)
[Seite 1225] etwas lang, länglich; ῥάβδος Ar. Pax 1209; Alexis in B. A. 115; Arist. physiogn. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu long.
Étymologie: ὑπό, μακρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμακρος:
1) достаточно длинный (ῥάβδος Arph.);
2) продолговатый (πρόσωπον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμακρος: -ον, ὀλίγον τι μακρός, ῥάβδος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1243· πρόσωπον Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 4, Ἄλεξις ἐν Ἀδηλ. 75· πρβλ. ἐπίμακρος.
Greek Monolingual
-ον, Α μακρός
1. ο κάπως μακρός
2. επιμήκης.
Greek Monotonic
ὑπόμακρος: -ον, κάπως μακρύς, μακρουλός, σε Αριστοφ.