σφαγιασμός

From LSJ
Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγιασμός Medium diacritics: σφαγιασμός Low diacritics: σφαγιασμός Capitals: ΣΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sphagiasmós Transliteration B: sphagiasmos Transliteration C: sfagiasmos Beta Code: sfagiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαγιασμός -οῦ, ὁ [σφαγιάζω] slachting.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγιασμός:заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.

Greek Monotonic

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.

Middle Liddell

σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ, [from σφαγιάζομαι
a slaying, sacrificing, Eur., Plut.

German (Pape)

ὁ, das Schlachten, Opfern; Eur. El. 200; Plut. Ages. 6.