ληΐς

From LSJ
Revision as of 14:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληΐς Medium diacritics: ληΐς Low diacritics: ληίς Capitals: ΛΗΙΣ
Transliteration A: lēḯs Transliteration B: lēis Transliteration C: liis Beta Code: lhi/+s

English (LSJ)

Dor. λᾱΐς, ΐδος, ἡ, Ep. form of λεία, A booty, spoil, mostly of cattle, ληΐδα δ' ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν... πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, κτλ. Il.11.677, cf. X.Lac.13.11; then of all kinds of booty, Il.9.138, 18.327, Od.10.41; πλαζόμενοι κατὰ ληΐδα 3.106: in A.Th.331 (lyr.), concrete for αἰχμάλωτοι, cf. A.R.1.695; cf. ληϊάς. 2 without any notion of plunder, cattle, stock (cf. λεία), ληΐδ' ἀέξειν, βουκολίας τ' ἀγέλας τεκαὶ αἰπόλιαπλατέ' αἰγῶν Hes.Th.444, cf.Theoc.25.97.

German (Pape)

[Seite 38] ίδος, ἡ, ion. u. ep. = λεία, Kriegsbeute, bes. weggetriebenes Vieh u. gefangene Menschen, vgl. Il. 11, 677, wo nach ληΐδα δὲ συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν einzeln βόες, πώεα οἰῶν, συβόσια, αἰπόλια u. ἴπποι aufgezählt werden; u. so Hes. Th. 442, wo es geradezu Viehheerden sind; Theocr. sagt ἐνεπλήσθη πεδίον ληΐδος ἐρχομένης, 25, 97, öfter. – Uebh. Beute, Aesch. Spt. 331; Ap. Rh. 1, 695.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
1 butin;
2 bétail, troupeau.
Étymologie: p. *ληϜις, de la R. ΛαϜ, v. *λάω.

Greek Monotonic

ληΐς: Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί λεία, λάφυρο, αυτό που αρπάζεται με τη βία, σε Όμηρ., κ.λπ.· κυρίως λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρίς τη σημασία της διαρπαγής, βοοειδή, αγέλη, κοπάδι, ποίμνιο, σε Ησίοδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ληΐς: ΐδος (ῐδ) ἡ
1 Hom., Aesch., Xen. = λεία I;
2 скот, стадо Hes., Theocr.