ὀνοτάζω
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
like ὄνομαι, blame, h.Merc.30; σκολιῶς ὀ. Hes.Op.258 :— Med., γάμον ὀνοταζόμεναι abominating it, A.Supp.10codd. ὀνοτ-αστός, ή, όν, οὐκ ὀ. not to be made light of, prob. cj. in h.Ven.254.
German (Pape)
[Seite 350] = ὄνομαι, tadeln, schmähen; H. h. Merc. 30; σκολιῶς, Hes. O. 260. – Eben so im med., γάμον ὀνοταζόμεναι, verschmähend, Aesch. Suppl. 10; Ion bei Phot., der ἐκφαυλίζεσθαι erkl.
French (Bailly abrégé)
injurier, traiter avec mépris;
Moy. ὀνοτάζομαι m. sign.
Étymologie: ὄνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοτάζω: тж. med. с презрением или с негодованием отвергать (σύμβολον HH; γάμον Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοτάζω: ὡς τὸ ὄνομαι, μέμφομαι, ψέγω, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11.
Greek Monolingual
ὀνοτάζω (Α) ονοτός
(ποιητ.. τ.)
1. όνομαι, μέμφομαι, ψέγω
2. μέσ. ονοτάζομαι
αποστρέφομαι, βδελύσσομαι («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ' ὀνοταζόμεναι», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ὀνοτάζω: = ὄνομαι, κατηγορώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.