ρυπαρός
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥυπαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» — λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αγενής, αγροίκος
2. (για νόμισμα) κατασκευασμένος από ευτελές μέταλλο ή από μίγμα αργύρου ή χρυσού («ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμὰς τεσσαράκοντα», πάπ.)
3. (για σιτηρά) αυτός που δεν έχει λιχνιστεί («κριθὴ ῥυπαρά», πάπ.)
4. μτφ. (για πρόσ.) μικροπρεπής ή αισχροκερδής ή φιλάργυρος.
επίρρ...
ρυπαρώς / ῥυπαρῶς ΝΜΑ, και ρυπαρά Ν
με ρυπαρό, ανήθικο τρόπο
αρχ.
με μικροπρεπή τρόπο, με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].
Mantoulidis Etymological
(=ἀκάθαρτος). Ἀπό τό ρύπος (ἀκαθαρσία), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ρυπαίνω, ρύπανσις, ρύπασμα, ρυπαρία, ρυπάω (=εἶμαι βρόμικος), ρυπόω (=λερώνω), ρύπτω (=καθαρίζω).