μίσθαρνος

From LSJ
Revision as of 15:20, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθαρνος Medium diacritics: μίσθαρνος Low diacritics: μίσθαρνος Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΟΣ
Transliteration A: místharnos Transliteration B: mistharnos Transliteration C: mistharnos Beta Code: mi/sqarnos

English (LSJ)

ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) wageearner, Poll.4.48, Hsch. s.v. πελάται.

German (Pape)

[Seite 190] = μισθάρνης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μίσθαρνος: ὁ, = μισθάρνης, Πολυδ. Δ΄, 48, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μίσθαρνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)
αρχ.
αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μισθὸν ἄρνυσθαιεργάζομαι με μισθό»), πρβλ. ρ. μισθαρνῶ].

Mantoulidis Etymological

μισθάρνης (=μισθωτός ἐργάτης). Ἀπό τό μισθός + ἄρνυμαι (=παίρνω, κερδίζω).
Παράγωγα: μισθαρνέω -ῶ, μισθαρνητικός, μισθαρνία, μισθαρνικός.