συμπρέπω

From LSJ
Revision as of 00:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρέπω Medium diacritics: συμπρέπω Low diacritics: συμπρέπω Capitals: ΣΥΜΠΡΕΠΩ
Transliteration A: symprépō Transliteration B: symprepō Transliteration C: symprepo Beta Code: sumpre/pw

English (LSJ)

befit, beseem, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.N.3.67, cf. Plu.Phil.11, Aristaenet.1.12.

German (Pape)

[Seite 990] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s'accorder avec, τινι.
Étymologie: σύν, πρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρέπω [σύν, πρέπω] passen bij, in overeenstemming zijn met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπρέπω: приличествовать, подобать, соответствовать (τινί Pind., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπρέπω: ἐμπρέπω, ἁρμόζω, βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· σχῆμα συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.

English (Slater)

συμπρέπω befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)

Greek Monolingual

ΜΑ
ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ.
β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»].

Greek Monotonic

συμπρέπω: ταιριάζω, αρμόζω, σε Πίνδ.

Middle Liddell

to befit, beseem, Pind.