πιτυλεύω
οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome
English (LSJ)
(> πίτυλος) ply the sweeping oar, Ar. V. 678. = πιτυλίζω (practise regular swinging of the arms, dart about) 1, Com.Adesp. 3 D.
German (Pape)
[Seite 622] die Hände im Rudern schnell bewegen, dah. übh., wie ἐρέσσω, sich rasch bewegen, sich rühren, thätig sein. Ar. Vesp. 678.
French (Bailly abrégé)
s'agiter vivement, se trémousser.
Étymologie: πίτυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιτυλεύω [πίτυλος] de roeiriemen bewegen.
Russian (Dvoretsky)
πῐτῠλεύω: досл. деятельно работать веслами, налегать на весла, перен. без устали трудиться Arph.
Greek Monolingual
Α πίτυλος
1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου
2. (κατ' επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα
3. πιτυλίζω.
Greek Monotonic
πῐτῠλεύω: μέλ. -σω (πίτυλος), χειρίζομαι το κουπί που παφλάζει, δημιουργώ ήχο με το κουπί, πιτσιλίζω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠλεύω: (πίτυλος) πιτυλίζω, μεταφορ., μοχθῶ, πολλὰ μὲν ἐν γῇ, πολλὰ δ’ ἐφ’ ὑγρὰ πιτυλεύσας Ἀριστοφ. Σφ. 678.