πολυπήμων
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A causing manifold woe, baneful, h.Cer.230, h.Merc.37; π. νόσοι diseases manifold, Pi.P.3.46; λώβη, ἄτη, A.R.4.1044, Opp.C.2.287: hence pr. n. Πολυπημονίδης, ου, ὁ, son of Polypemon, with a play on πολυπήμων, Od.24.305. II Pass., much-suffering, Man.1.85,4.49.
German (Pape)
[Seite 668] ον, sehr schädlich; H. h. Cer. 230 Merc. 37; νόσοι, Pind. P. 3, 46; sp. D., wie Man. 1, 85.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cause de grands maux;
2 qui souffre beaucoup.
Étymologie: πολύς, πῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπήμων -ον, gen. -ονος [πολύς, πῆμα] zeer schadelijk.
Russian (Dvoretsky)
πολυπήμων: 2, gen. ονος причиняющий множество страданий, вредоносный (ἐπηλυσίη HH; πολυπήμονες ἀνθρώποισι νόσοι Pind.).
English (Slater)
πολῠπήμων painful πολυπήμονας νόσους (P. 3.46)
Greek Monolingual
-ύπημον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. πολύπαθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο-πήμων, βαρυ-πήμων.
Greek Monotonic
πολῠπήμων: -ον (πῆμα), αυτός που προκαλεί πολλαπλή δυστυχία, επιβλαβής, σε Ομηρ. Ύμν.· πολυπήμονες νόσοι, ασθένειες, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπήμων: -ον, ὁ πολλὴν βλάβην προξενῶν, ὀλέθριος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 230, εἰς Ἑρμ. 37 π. νόσοι, πολυειδεῖς νόσοι, Πινδ. Π. 3. 81. ― Πολυπημονίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Πολυπήμονος μετ’ ἀναφορᾶς εἰς τὸ ἐπίθετον πολυπήμων, Ὀδ. Ω. 305. ΙΙ. παθητ., ὁ πολλὰ πάσχων, Μανέθων 1. 85., 4. 49.
Middle Liddell
πολῠ-πήμων, ον, πῆμα
causing manifold woe, baneful, Hhymn.; π. νόσοι diseases manifold, Pind.