κακοσκελής
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ές, with bad legs, ἵππος X.Mem.3.3.4.
German (Pape)
[Seite 1303] ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a des jambes mauvaises, faibles.
Étymologie: κακός, σκέλος.
Greek Monolingual
κακοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, ταχυσκελής].
Greek Monotonic
κᾰκοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοσκελής: имеющий плохие, т. е. слабые ноги (ἵππος Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοσκελής -ές [κακός, σκέλος] met slechte benen (van een paard).
Middle Liddell
κᾰκο-σκελής, ές σκέλος
with bad legs, Xen.