κυματίας

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτίας Medium diacritics: κυματίας Low diacritics: κυματίας Capitals: ΚΥΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: kymatías Transliteration B: kymatias Transliteration C: kymatias Beta Code: kumati/as

English (LSJ)

ου, Ion. κῡμᾰτ-ίης, ὁ, A surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.2.111; πόρος A.Supp.546 (lyr.); πορθμός Cerc.5.11. 2 Act., causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.8.118.

German (Pape)

[Seite 1530] ion. κυματίης, ὁ, 1) dasselbe; πόρον κυματίαν ὁρίζει Aesch. Suppl. 541; κυμ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Her. 2, 111; bei Sp. auch übertr., unstät, unruhig, Liban. – 2) Wellen erregend, ἄνεμος μέγας καὶ κυματίης Her. 8, 118.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 houleux, agité;
2 qui soulève les vagues.
Étymologie: κῦμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματίας -ου, Ion. κυματίης -ου [κῦμα] als adj. hevig golvend, onstuimig:. ἄνεμον... κυματίην wind die hevige golven veroorzaakt Hdt. 8.118.2.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτίᾱς: ион. κῡμᾰτίης, ου adj. m
1 волнующийся, взволнованный (ποταμός Her.; πόρος Aesch.);
2 вздымающий волны, бурный (ἄνεμος Her.).

Greek Monolingual

κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α)
1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος
2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματίας, εγκληματίας)].

Greek Monotonic

κῡματίας: Ιων. -ίης, -ου, (κῦμα),
1. κυμαινόμενος, γεμάτος κύματα, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο, σε Ηρόδ.
2. Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, ανεμικός, θυελλώδης, ἄνεμος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, πλήρης κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· πόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ἄνεμος Ἡρόδ. 8. 118.

Middle Liddell

κῦμα
1. surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.
2. act. causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.