εὔκολπος
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
ον, A with beautiful bays, Archestr.Fr.9.3. 2 in goodly folds, of a net, AP6.28 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 1075] schönbusig, Φαλήρου ἀγκῶνες Archestr. bei Ath. VII, 285 b, wie ἠϊόνες Coluth. 228; λίνον, vom Segel, Iul. Aeg. 6 (VI, 28).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au beau sein;
2 bien arrondi;
3 qui forme un beau golfe.
Étymologie: εὖ, κόλπος.
Russian (Dvoretsky)
εὔκολπος: красиво закругленный (λίνον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολπος: -ον, ἔχων καλὸν κόλπον, ἐπὶ γυναικός, Χριστοδ. Ἔκφρ. 104. 2) μὲ καλὰς πτυχάς, ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 6. 28. 3) ἔχων καλοὺς κόλπους, ἐπὶ χώρας, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκολπος, -ον)
(για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια
αρχ.-μσν.
(για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχές
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόλπος.
Greek Monotonic
εὔκολπος: -ον, 1. αυτός που έχει καλό κόλπο, σε Ανθ.
2. καλά πτυχωμένος, λέγεται για δίχτυ, στον ίδ.
Middle Liddell
εὔ-κολπος, ον
1. with fair bosom, Anth.
2. in goodly folds, of a net, Anth.