κλεψίφρων

From LSJ
Revision as of 20:14, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίφρων Medium diacritics: κλεψίφρων Low diacritics: κλεψίφρων Capitals: ΚΛΕΨΙΦΡΩΝ
Transliteration A: klepsíphrōn Transliteration B: klepsiphrōn Transliteration C: klepsifron Beta Code: kleyi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) A dissembling, Ἑρμῆς h.Merc.413. II = κλεψίνοος, Man.1.93.

German (Pape)

[Seite 1449] ονος, = κλεψίνοος; H. h. Herc. 413; Man. 1, 93.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cache sa pensée, dissimulé, fourbe;
2 qui égare l'esprit.
Étymologie: κλέπτω, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίφρων: 2, gen. ονος скрывающий свои мысли, скрытный или коварный, лукавый (Ἑρμῆς HH).

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίφρων: -ον, (φρήν), ἐξαπατῶν, ὑποκρινόμενος, ἄγνοιαν προσποιούμενος, Ἑρμῆς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 413. ΙΙ. = κλεψίνοος, Μανέθων 1. 93.

Greek Monolingual

κλεψίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που προσποιείται άγνοια
2. κλεψίνους, απατηλός, δολερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασίφρων, λυσίφρων. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Greek Monotonic

κλεψίφρων: -ον (φρήν), αυτός που εξαπατά, υποκριτής, προσποιείται, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κλεψί-φρων, ον, φρήν
deceiving, dissembling, Hhymn.