λυσίφρων
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, releasing from care, Anacreont.47.2.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui délivre l'esprit des soucis (Bacchus).
Étymologie: λύω, φρήν.
German (Pape)
[ῡ], ον, die Sinne lösend, entfesselnd, von Sorgen befreiend, wie λυαῖος, Beiname des Dionysus, Anacr. 47.2.
Russian (Dvoretsky)
λῡσίφρων: 2, gen. ονος (ῐ) освобождающий от забот (Διόνυσος Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπαλλάσσων ἐκ τῶν φροντίδων, ὁ λυσ. Λυαῖος Ἀνακρεόντ. 50. 2.
Greek Monolingual
λυσίφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες
2. ταραγμένος, σαστισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φρων (< φρήν, φρενός «φρόνηση, φροντίδα»), πρβλ. θελξίφρων, λαθίφρων].
Greek Monotonic
λῡσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες, σε Ανακρεόντ.