λυσίφρων

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐφρων Medium diacritics: λυσίφρων Low diacritics: λυσίφρων Capitals: ΛΥΣΙΦΡΩΝ
Transliteration A: lysíphrōn Transliteration B: lysiphrōn Transliteration C: lysifron Beta Code: lusi/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, releasing from care, Anacreont.47.2.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui délivre l'esprit des soucis (Bacchus).
Étymologie: λύω, φρήν.

German (Pape)

[ῡ], ον, die Sinne lösend, entfesselnd, von Sorgen befreiend, wie λυαῖος, Beiname des Dionysus, Anacr. 47.2.

Russian (Dvoretsky)

λῡσίφρων: 2, gen. ονος (ῐ) освобождающий от забот (Διόνυσος Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπαλλάσσων ἐκ τῶν φροντίδων, ὁ λυσ. Λυαῖος Ἀνακρεόντ. 50. 2.

Greek Monolingual

λυσίφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες
2. ταραγμένος, σαστισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φρων (< φρήν, φρενός «φρόνηση, φροντίδα»), πρβλ. θελξίφρων, λαθίφρων].

Greek Monotonic

λῡσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες, σε Ανακρεόντ.

Middle Liddell

λῡσί-φρων, ονος, φρήν
releasing from care, Anacreont.