ἀλλοτρίωσις
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
εως, ἡ, estrangement, Phld.D.3Fr.1; aversion, πρὸς πόνον Gal.5.459; τινός from one, App.BC5.78; τινὸς εἴς τινα 3.13; opp. οἰκείωσις, Porph.Abst.3.19; τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35:—Medic., loss of substance, mortification, Aët.13.3.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1c. gen. de cosa rechazo, no aceptación, renuncia τῆς ξυμμαχίας διδομένης οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35
•en lit. crist. τῶν περισπασμῶν Basil.M.31.920C, τῶν κακῶν Gr.Nyss.Hom.in Cant.28.23, cf. ἀπὸ τῆς ζωῆς Basil.M.29.612C.
2 en fil. heleníst. rechazo, repulsión, repugnancia natural, op. οἰκείωσις: μίαν οἰκείωσιν εἶναι φύσει πρὸς ἡδονὴν ἢ ἀλλοτρίωσιν πρὸς πόνον Chrysipp.Stoic.3.54.30, cf. Gal.5.459, πρὸς αὐτάς (τὰς ἡδονάς) Ph.1.267, οἰκειώσεως πάσης καὶ ἀ. ἀρχὴ τὸ αἰσθάνεσθαι Porph.Abst.3.19.
3 hostilidad, aversión c. εἰς: ἐς τὸν Καίσαρα ἀλλοτρίωσιν App.BC 3.13, μὴ ... ἐς φανερὰν αὐτοὺς ἀλλοτρίωσιν προαγάγῃ D.C.40.21
•c. gen. obj. Ρομπήιος ... ἐς ἀλλοτρίωσιν ὑπήγετο τοῦ Μηνοδώρου App.BC 5.78, ἡ δὲ ἀ. τοῦ κοινοῦ γένους ἀδικίαν ἐμποιεῖ Iambl.VP 168, Poll.3.64.
4 separación, desvío del marido ἡ ψυχὴ ... εἰς ἀλλοτρίωσιν ἐθίζεται de la mujer adúltera, Ph.2.201
•abandono, desvío esp. de Dios c. gen. obj. ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ ἀ. en la definición de ‘pecado’, Gr.Nyss.Ref.Eun.385.25, cf. Basil.M.30.589B
•abs. μὴ γενηθῇς μοι ἐς ἀλλοτρίωσιν LXX Ie.17.17.
II 1tendencia foránea o extranjerizante ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀ. LXX 2Es.23.30.
2 heterogeneidad, diferencia op. ταὐτότης Chrys.M.59.93, ἀ. τῆς φύσεως Basil.M.29.661A
3 alteración, deterioro τῆς κατὰ φύσιν μορφῆς ἀ. Gr.Nyss.Maced.102.9
•medic. desvitalización τὸν τῆς ἀ. κίνδυνον Aët.13.3.
III de propiedades enajenación, venta, BGU 464.1 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, Entfremdung, a) Veräußerung an Fremde, Thuc. 1, 35, Schol. στέρησις. – b) Abneigung, πρός τινα, App. B. C. 3, 13 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 hostilité ; εἴς τινα, à l'égard de qqn;
2 séparation LSJ.
Étymologie: ἀλλοτριόω.
Greek Monotonic
ἀλλοτρίωσις: -εως, ἡ, αποξένωση, αλλοτρίωση, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἄλλ., η απώλειά της, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτρίωσις: εως ἡ отчуждение или отпадение Thuc.
Middle Liddell
[from ἀλλοτριόω
estrangement, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀλλ. its estrangement, its loss, Thuc.