ὑποκορισμός
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ὁ,
A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33.
2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.
German (Pape)
[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκορισμός: ὁ
1 ласкательное прозвище Plut.;
2 грам. уменьшительная форма Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.
Greek Monolingual
ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.
Greek Monotonic
ὑποκορισμός: ὁ,
I. = το προηγ., σε Πλούτ.
II. χρήση υποκορ., σε Αριστ.
Middle Liddell
ὑποκορισμός, οῦ, ὁ,
I. = ὑποκόρισμα, Plut.
II. the use of diminutives, Arist.
Translations
term of endearment
Chinese Mandarin: 愛稱, 爱称, 暱稱, 昵称; Czech: něžné oslovení; Esperanto: karesvorto; Finnish: hellittelysana, hellittelynimi; French: terme affectueux; Galician: palabra de afecto; Georgian: მოფერებითი სიტყვა; German: Kosewort; Greek: χαϊδευτικό, υποκοριστικό; Ancient Greek: ὑποκοριστικόν, ὑποκόρισμα, ὑποκορισμός; Hebrew: שם חיבה; Hungarian: becenév, becézés, becéző szavak; Icelandic: blíðuhót, blíðuorð, ástarorð, ástarheiti; Italian: vezzeggiativo; Japanese: 愛称; Norwegian: kjæleord; Portuguese: termo afetivo; Russian: ласкательное имя, ласкательное слово; Spanish: palabra de afecto, palabra tierna, palabra afectuosa, palabra cariñosa
hypocorism
Catalan: hipocorístic; Chinese Mandarin: 暱稱, 小名; Dutch: hypokorisme, koosnaam, koosnaampje; Estonian: hüpokorism; Finnish: lempinimi; French: hypocoristique; Galician: hipocorístico; Georgian: კნინობითი სახელი, საალერსო სახელი; German: Lallname; Greek: υποκόρισμα, ὑποκορισμός; Hungarian: becenév, becézés, becézett alak; Italian: ipocoristico; Latin: hypokorisma; Polish: hipokorystyk; Portuguese: hipocorístico; Russian: ласкательное имя, уменьшительное имя, уменьшительно-ласкательное имя; Serbo-Croatian Cyrillic: хипокористик, одмилица; Roman: hipokoristik, odmilica; Spanish: hipocorístico; Swedish: hypokorism, smeknamn