θυρσομανής

From LSJ
Revision as of 13:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσομᾰνής Medium diacritics: θυρσομανής Low diacritics: θυρσομανής Capitals: ΘΥΡΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: thyrsomanḗs Transliteration B: thyrsomanēs Transliteration C: thyrsomanis Beta Code: qursomanh/s

English (LSJ)

ές, he who raves with the thyrsus, epithet of Bacchus, E.Ph.792 (lyr.), Orph.H.50.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus rasend, in bacchischer Begeisterung; Eur. Phoen. 798; Bacchus, Orph. H. 49, 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.
Étymologie: θύρσος, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

θυρσομᾰνής: неистовствующий с тирсом в руках (sc. Βρόμιος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσομᾰνής: -ές, ὁ μαινόμενος κρατῶν τὸν θύρσον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Φοίν. 792, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 8.

Greek Monolingual

θυρσομανής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, ναρκομανής].

Greek Monotonic

θυρσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που τρελαίνεται με τον θυρσύν, σε Ευρ.

Middle Liddell

θυρσο-μᾰνής, ές μαίνομαι
he who raves with the thyrsus, Eur.