λοφιά
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
English (LSJ)
Ion. λοφιή, ἡ, (λόφος) A mane or bristly ridge on the back of animals, mane of horses, bristly back of boars and hyenas (cf. Arist.PA658a30, HA 498b30, 579b16), φρίξας εὖ λοφιήν, of a wild boar, Od.19.446; ὀρθὰς ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρήν Hes.Sc.391; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the mane served for a plume, Hdt.7.70, cf. 2.71. 2 backfin of dolphins and similar fishes, D.S.3.41, AP9.222 (Antiphil.), Philostr.Im.1.19. II = λόφος ΙΙ, ridge, LXX Jo.15.2, al., AP9.249 (Maec.).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. 1 cou garni d'une crinière, de longs poils, de soies;
2 p. ext. crinière, longs poils, soies;
3 p. anal. nageoires du dos d'un poisson;
4 dos d'un animal;
II. fig. colline.
Étymologie: λόφος.
Russian (Dvoretsky)
λοφιά: эп.-ион. λοφιή ἡ
1 грива (ἵππου Her.);
2 щетина (sc. συός Hom.): φρίξας λοφιήν Hom. ощетинившись;
3 спина, хребет (sc. θηρός Anth.);
4 спинной плавник (τῶν κητῶν Diod.);
5 возвышение, холм: παρ᾽ ἄκραις λοφιαῖς Anth. на вершинах холмов.
Greek (Liddell-Scott)
λοφῐά: Ἰων. -ιή, ἡ, (λόφος) ἡ χαίτη ἢ ἡ τριχοφόρος ῥάχις τῶν χοίρων καὶ ὑαινῶν (πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 4, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 1, 19., 6. 32, 1), φρίξας εὖ λοφιήν, ἐπὶ ἀγρίου χοίρου, Ὀδ. Τ. 446· οὕτω, ὀρθὰς ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρὴν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 391· ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, ἡ χαίτη ἐχρησίμευεν ἀντὶ λόφου, Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 71. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ πτερυγίου τῆς ῥάχεως τῶν δελφίνων καὶ ὁμοίων ἰχθύων, Διόδ. 3. 41, Φιλόστρ. 793, Ἀνθ. Π. 9. 222. ΙΙ. = λόφος, αὐτόθι 249, Ἑβδ. (Ἰησ. Ν. ΙΕ΄, 2, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) λόφος
χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι' ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών
αρχ.
1. το πτερύγιο της ράχης τών δελφινιών και άλλων παρόμοιων ψαριών («κήτη... οὐ μέντοι λυποῦντα τοὺς ἀνθρώπους, ἐὰν μή τις ἀκουσίως αὐτῶν ταῖς λοφιαῑς περιπέσῃ», Διόδ.)
2. λόφος, ύψωμα.
Greek Monotonic
λοφιά: Ιων. λοφιή, ἡ (λόφος)·
1. όνομα του λαιμού και της πλάτης συγκεκριμένων ζώων, χαίτη των αλόγων, τριχωτή ράχη χοίρων και υαινών, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. πτερύγιο ράχης ψαριών, σε Ανθ.
Middle Liddell
λοφιά, Ionic -ιή, ἡ, λόφος
1. the mane on the neck and back of certain animals, the mane of horses, the bristly back of boars and hyaenas, Od., Hdt.
2. the back-fin of fishes, Anth.
German (Pape)
ἡ, der Nacken oder Rücken an den Tieren, die Mähnen oder Borsten haben, nach Arist. part. an. 2.14 bes. des Pferdes, vgl. H.A. 2.1 und χαίτη, auch die Mähnen od. Borsten selbst, wie es Od. 19.446 vom Eber heißt φρίξας εὖ λοφιήν; Hes. Sc. 391 ὀρθὰς ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρήν, Her. λοφιὴν ἔχων ἴππου, 2.71, ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, statt des Federbusches diente die Mähne, 7.70. – Vom Rücken eines Seetieres braucht es Antiphil. 34 (IX.222), und so auch sonst beim Delphin, die Rückenflosse, DS. 3.41; vgl. Ath. VII.294d. – Übh. = λόφος, Erhöhung, Hügel, παρ' ἄκραις ἱδρυνθεὶς λοφιαῖς Πάν Qu.Maec. 10 (IX.249).