συνεπιρρέπω
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
incline towards together, Plu.Phoc.2.
French (Bailly abrégé)
se pencher ensemble vers.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιρρέπω mee neigen met, d.w.z. meegaan in, met dat.: subst.. τὸ συνεφελκόμενον οἷς ἁμαρτάνουσιν οἱ πολλοὶ καὶ συνεπιρρέπον de neiging om meegesleept te worden door en mee te gaan in de fouten van de grote massa Plut. Phoc. 2.8.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιρρέπω: вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).
Greek Monolingual
Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνεπιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.
Middle Liddell
fut. ψω
to incline towards together, Plut.